Κόκκινα
ήταν τα μάτια του πατέρα μου από τα δάκρυα, καθώς μπαίναμε στο λεωφορείο για τα
Γρεβενά. Κόκκινα από τα δακρυγόνα, που πριν από λίγη ώρα είχαμε αναπνεύσει στην
πλατεία Συντάγματος. Μα το πρόσωπό του ήταν χαρούμενο, ικανοποιημένο, φωτεινό…
-Μπαμπά,
για είκοσι άτομα με μαύρες κουκούλες και μάσκες μάς έλουσαν στα δακρυγόνα οι
αστυνομικοί;
-Γι’
αυτούς, Γρηγόρη μου! Γι’ αυτούς τους λιγοστούς και τους βαλτούς!
-Μα,
ήμασταν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, κοντά στο ένα ολόκληρο εκατομμύριο.
Άλλοι με καροτσάκια και μωρά, άλλοι με μαγκούρες και μπαστούνια, άλλοι με
παιδιά, φοιτητές, νέοι, ζευγαράκια, χιλιάδες ιερείς, μητροπολίτες, μοναχοί…
-Θυμάσαι
πριν από λίγες μέρες, όταν είπατε τα κάλαντα σ’ εκείνον τον βουλευτή της
κυβέρνησης στα Γρεβενά;
-Θυμάμαι,
μπαμπά! Και μετά ήθελε να μας δώσει 5 ευρώ, αλλά δεν τα πήραμε και του
τραγουδήσαμε το Μακεδονία ξακουστή.
-Κι
εκείνος;
-Μας
είπε φασίστες!
-Εσάς,
που είστε και παιδάκια! Θα δίσταζαν, λοιπόν, αυτοί που μας κυβερνούν, να ρίξουν
δακρυγόνα, σε οικογένειες, παππούδες και ιερείς;
-Μα,
λιποθύμησε εκείνο το παιδάκι των 2 χρονών, μπαμπά! Και πόσα άλλα περνούσαν κλαίγοντας
και βήχοντας από μπροστά μας…
-Τί
να πω, βρε Γρηγόρη; Η κυβέρνηση αυτή αλλιώς ξεκίνησε, με υποσχέσεις και
καθαρότητα, σε σχέση με τη βρωμιά του παρελθόντος. Η κατάντια της, όμως, είναι
χειρότερη από τους προηγουμένους… Απαρνήθηκε τον Θεό, όχι μόνο δείχνοντας και
καμαρώνοντας πως είναι άθεη, αλλά όντας, πια, εμφανώς ασεβής.
-Ασεβής,
δηλαδή;
-Ασεβής
είναι αυτός που δεν σέβεται, Γρηγόρη μου. Δεν σέβεται τον ηλικιωμένο, μετά από
την προσφορά του στην πατρίδα μας, δεν σέβεται τον νέο οικογενειάρχη με τη
γυναίκα του και τα παιδιά του, δεν σέβεται τα μικρά παιδιά, δεν σέβεται τον λαό
που εκφράζει την αντίθεσή του, μα κυρίως δεν σέβεται τον ίδιο τον Θεό, αφού
πιστεύει ότι είναι μόνος του στη γη και δεν υπάρχει κάτι ανώτερο από αυτόν. Γι’
αυτό, όταν κάνει κάποιες πράξεις, δε συναισθάνεται ότι θα υπάρξουν συνέπειες.
Όπως έλεγε κι ο μεγάλος Ρώσος συγγραφέας, ο Ντοστογιέφσκυ, χωρίς Θεό, όλα επιτρέπονται!
Έτσι ήταν και σ’ εκείνες τις πόλεις του αρχαίου Ισραήλ, τα Σόδομα και τη
Γομμόρα, λίγο πριν πέσει φωτιά από τον ουρανό και τις κάψει.
-Και
τις βρήκαν οι επιστήμονες, πριν λίγο καιρό;
-Στον
πυθμένα της Νεκράς Θαλάσσης, της μόνης λίμνης με αλμυρό νερό στον κόσμο, όπου
δεν υπάρχουν ψάρια και ζωή, λόγω αυτού του γεγονότος. Είναι μια καταραμένη
λίμνη, όπως και οι δύο πόλεις, που αψήφησαν τον Θεό και πανηγύριζαν την αμαρτία
τους. Κι εμείς σήμερα, όχι μόνο την πανηγυρίζουμε, αλλά την κάνουμε νόμο του
κράτους, με τους διαφόρους περίεργους νόμους για έμφυλες ταυτότητες, γάμους, μα
και υιοθεσίες παιδιών από ανθρώπους πνευματικά ασθενείς. Να προσευχόμαστε,
Γρηγόρη μου! Να προσευχόμαστε, γιατί…
-Να
προσευχόμαστε… Έβρεχε, κιόλας, μπαμπά! Εκτός απ’ τα δακρυγόνα…
-Αλλά
ο κόσμος δεν έφυγε! Με μάτια δακρυσμένα και βροχή, υπερασπιστήκαμε ειρηνικά την
Ελλάδα μας και την Μακεδονία μας, Γρηγόρη μου! Με τον Γαϊτάνο τραγουδήσαμε όλοι
μαζί , με μια φωνή βροντερή τον εθνικό ύμνο, ξανά και ξανά, ένα εκατομμύριο
κόσμος. Με την Αφροδίτη Μάνου, καλλιτέχνη και φίλη του πρωθυπουργού, μέχρι
πρότινος, ακούσαμε για την ελληνικότητα της Μακεδονίας μας και τη σημασία του
ονόματος, μέσα από έναν λόγο σαν ποίημα. Από τους αγιορείτες πατέρες, ακούσαμε
λόγο Θεού για την υπεράσπιση της Μακεδονίας μας. Το συλλαλητήριο αυτό ήταν
καθαρό σαν το νερό, παιδί μου!
-Με
μια σημαία στα χέρια μας, μπαμπά…
-Για
μια σημαία, Γρηγόρη μου! Για μια σημαία! Γι’ αυτήν παλέψαμε σαν τους προγόνους μας!
Εκείνοι έδωσαν τη ζωή τους, εμείς δώσαμε τον χρόνο μας. Εκείνοι άφησαν τις οικογένειές
τους, εμείς τις πήραμε μαζί. Εκείνοι αποδείχθηκαν γίγαντες, στους οποίους επάνω
πάτησε και ανδρώθηκε η ιστορία και ο πολιτισμός μας, όπως ο Παύλος Μελάς, ο Τέλλος
Άγρας κι ο Καπετάν Κόττας, ενώ εμείς με τη φωνή μας, λίγο τους στηρίξαμε.
Εκείνοι στα σύννεφα του πολέμου, εμείς στην ξαστεριά μιας δημοκρατίας, που πάνε
να μας καταργήσουν οι αθεόφοβοι κυβερνήτες μας.
-Τί
είναι η δημοκρατία, πατέρα;
-Κάτι
για το οποίο αγωνίστηκαν οι πρόγονοι μας το 1821, το κατοχύρωσαν μετά με τα
συντάγματα του έθνους μας και το εξέλιξαν τα επόμενα χρόνια και αιώνες, μέχρι τις
ημέρες μας. Κάτι το οποίο εφηύραν και διατράνωσαν οι αρχαίοι Έλληνες, με τον
Σόλωνα, τον Περικλή, την αρχαία Αθήνα και την Εκκλησία του Δήμου. Κάτι που
δίνει στον δήμο, δηλαδή τον λαό το δικαίωμα να ορίζει την τύχη του, τη δική του
και της πατρίδας του. Κάτι που θα μπορούσε σήμερα να εκφραστεί μέσα από ένα
δημοψήφισμα, μια από τις δύο καλύτερες εκφράσεις του δημοκρατικού πολιτεύματος,
μαζί με τις εκλογές. Κάτι που θα έπρεπε να γίνει, αν οι κυβερνήτες μας άκουγαν
τον λαό και τη μεγάλη πλειοψηφία του. Μα, άλλαξαν, Γρηγόρη μου, έκλεισαν τ’
αυτιά τους! Σε ώτα μη ακουόντων…
-Πώς
τα έκλεισαν, πατέρα;
-Να…
Στήριζαν τον λαό και την δημοκρατία, μα γαντζώθηκαν στην εξουσία, που τους μετέτρεψε
σε απρόσωπα όντα και άτομα, όπως η μάγισσα Κίρκη τους συντρόφους του Οδυσσέα, που
είπε πριν την κοίμησή του ο δεσπότης μας, ο Παύλος, ο Σισανίου και Σιατίστης.
Στήριζαν
τα ιδανικά και τις αξίες αγωνιστών, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Τσε Γκεβάρα,
μα η εξουσία τούς μετέτρεψε σε ό,τι κατηγορούσαν, δηλαδή τον Λένιν και τον
Στάλιν, μορφές αριστερόστροφου φασισμού, όπως τους αποκάλεσε ο Μίκυς, που κάποτε
έκαναν τον ρωσικό λαό να στενάξει, να υποφέρει, μα και να προσφέρει εκατομμύρια
νεομάρτυρες στον χριστιανισμό.
Στήριζαν
την Ελλάδα στον οικονομικό πόλεμο, που έχει εξαπολύσει το διεθνές κεφάλαιο εναντίον
αυτής και των χωρών του νότου της Ευρώπης, εδώ και χρόνια, μα τώρα τάχθηκαν με
αυτές, τις προσκύνησαν... Από φόβο; Από συμφέρον; Ποιός ξέρει;
Στήριζαν
τον απλό λαό και τον εργαζόμενο στον καθημερινό του αγώνα σ’ αυτήν την δύσκολη
εποχή, μα τώρα στηρίζουν το κεφάλαιο, για το οποίο πολλά έλεγαν και τίποτα δεν
έκαναν…
Ήταν
αγωνιστές και υπόσχονταν να υπερασπίσουν αυτόν τον λαό, μα… εξημερώθηκαν, όπως ο
σκύλος, μετά την εκπαίδευση.
Στήριζαν
την Ελλάδα και το εθνικό συμφέρον της, όπως έλεγαν, μα την πρόδωσαν, την
ξεπούλησαν, την μηδένισαν και την πραγματεύτηκαν σαν έμποροι και πραματευτάδες,
όπως έλεγε ο Μακρυγιάννης. Θα γραφτούν στις μαύρες σελίδες της ιστορίας της,
παιδί μου...
Μας
γοήτευσαν και μας απογοήτευσαν…
Γι’
αυτό, παιδί μου…
-Γι’
αυτό, πατέρα;
-Ποτέ
ξανά εμπιστοσύνη σε πολιτικούς! Θα εμπιστευόμαστε τον Χριστό, την Παναγιά και τους
αγίους μας και θα ζητήσουμε έναν άγιο κυβερνήτη, μόνο άγιο… που είναι πλέον ο
μόνος, που μπορεί να μας βγάλει από τούτη τη δύσκολη θέση.
-Με
προσευχή κι ελπίδα, μπαμπά;
-Με
προσευχή κι ελπίδα, με μάτια δακρυσμένα και βροχή, για μια σημαία, παιδί μου! Της
πίστης μας και της πατρίδας μας! Κι ας μας χτυπάν τα κύματα και οι φουρτούνες
και οι θάλασσες…
Ρωμανός Θαλάσσιος