-Τσολιά
μου, γιατί κλαις; ρώτησε η γιαγιά μες στο ψιλόβροχο.
-Τελείωσε
η παρέλαση, σταματήσαμε να πάρουμε μιαν ανάσα κι είδα τα πράγματα όπως είναι
γιαγιά μου.
-Δηλαδή,
παιδί μου;
-Είδα
τον Μπραΐμη, τον Δράμαλη, τον Κιουταχή κι όλους τους πασάδες και τ’ ασκέρια τους
να μας κυκλώνουν σα σμήνη από αγριεμένες σφήκες. Είδα και τον γέρο του Μοριά,
τον Κολοκοτρώνη, ν’ αφήνει πίσω την οικογένειά του και να φεύγει στα βουνά, στις
ραχούλες και στα λαγκάδια για να βοηθήσει την Ελλάδα μας. Είδα να σκοτώνουν τον
αδερφό του και να συγχωρεί τον φονιά. Είδα να σκοτώνουν το παιδί του και να μη
μιλά. Είδα να κερδίζει μάχες μ’ εξυπνάδα και στρατηγική και σχέδιο. Είδα και να
τον κλείνουν φυλακή γι’ ανταμοιβή.
-Τί
άλλο είδες, γιε μου;