Wednesday 24 December 2014

Το ημερολόγιο της μικρής Χριστίνας – Χριστούγεννα 2014

Παραμονή Χριστουγέννων 2014

Αγαπητό μου ημερολόγιο, γεια σου και πάλι!

Εχθές, τελειώσαμε τα μαθήματα στο σχολείο. Έχω να σου πω, ότι η Πέμπτη τάξη είναι πολύ δύσκολη φέτος. Ευτυχώς, η κυρία είναι καλή και μας δίνει να καταλάβουμε τα πράγματα απλά και όμορφα. Αλλά, αγαπημένο μου ημερολόγιο είναι κάτι που με στενοχωρεί. Ευτυχώς, σήμερα έγιναν μερικά πράγματα και πήρα μια γλυκιάν ελπίδα.

( για να διαβάσεις τη συνέχεια, κάνε κλικ εδώ)

Όπως ξέρεις αγαπημένο μου ημερολόγιο, γιατί στο έχω ήδη γράψει και πει πολλές φορές, η μανούλα μέχρι πριν δυο χρόνια δούλευε, μα ύστερα έχασε τη δουλειά της. Έτσι, ο μόνος που δούλευε στο σπίτι ήταν ο μπαμπούλης και τα περιθώρια μας στένεψαν. Δεν είχαμε πια αρκετά χρήματα και σταμάτησα να παίρνω πολλά παιχνίδια. Μόνο τα Χριστούγεννα, το Πάσχα και ό,τι μου έστελνε ο νουνός μου.

Φέτος τον Γενάρη, όπως ξέρεις, ο μπαμπούλης έχασε κι εκείνος τη δουλειά του και πλέον είναι σε ένα Ταμείο Ανεργίας, από το οποίο ζούμε, εδώ και έντεκα μήνες. Αλλά, σε ένα μήνα τελειώνει και βλέπω τους δικούς μου αρκετά σκεπτικούς και πιεσμένους.

Σήμερα, πήγαμε βόλτα στα καταστήματα, μα ήταν όλα ακριβά και δεν μπορέσαμε να αγοράσουμε την κούκλα που ήθελα. Όμως, έξω από τα καταστήματα είδα πολλά παιδάκια με τις δικές τους μανούλες να ζητούν χρήματα, για να πάρουν κάτι να φάνε. Λες να γίνουμε κι εμείς έτσι; αναρωτήθηκα, μα ο μπαμπούλης μου μού είπε: Έχει ο Θεός, Χριστινούλα! και ησύχασα.

Μετά, είδα ένα κοριτσάκι σαν κι εμένα, αλλά ξανθούλι, που κρατούσε την κούκλα που ήθελα, μαζί με το σπίτι και το αυτοκίνητό της. Στενοχωρήθηκα πολύ και την έδειξα στη μανούλα μου, έτοιμη να βάλω τα κλάματα. Μα, η μανούλα μου με αγκάλιασε τρυφερά και μου έδωσε ένα γλυκό φιλί. Έτσι, πάλι τα ξέχασα όλα.

Μετά από λίγο, είδαμε κι άλλο κοριτσάκι, σαν κι εμένα, αλλά κοκκινομάλλικο, με την αγαπημένη μου κούκλα και το άλογό της. Τότε ήταν, που πραγματικά ξεκίνησα να κλαίω, μα χτύπησε η καμπάνα της εκκλησίας από όπου περνούσαμε, τόσο χαρούμενα και σταμάτησα. Γύρισα να δω και αντίκρισα την εικόνα της Παναγίας μας, που με κοιτούσε πολύ γλυκά, ενώ κρατούσε τον Χριστό στην αγκαλιά της. Ο μπαμπάς μου έπιασε το χέρι και μου είπε: Έχε ελπίδα, Χριστινούλα, θα περάσουμε πιο φτωχικά φέτος τα Χριστούγεννα, μα θα τα βγάλουμε πέρα!

Ύστερα, περάσαμε από κάτι μαγαζιά με ρούχα, όπου είδα κι άλλα παιδάκια στην ηλικία μου να βγαίνουν καλοντυμένα. Στην αρχή ζήλεψα, μα εκείνη τη στιγμή είδα ένα αγοράκι που φορούσε τόσο κουρελιασμένα ρούχα και ζητούσε λίγα χρήματα, που ένα πουλί μαύρο κάθισε και μου έσφιξε την καρδούλα. Πήγα κατευθείαν και του έδωσα το μισό καλαμπόκι, που πριν λίγο μου είχε πάρει ο μπαμπούλης κι ένιωσα πολύ χαρούμενη. Ο μπαμπούλης στην αρχή με μάλωσε, μα μετά από λίγο μου έδωσε κι εκείνος ένα γλυκό φιλί, γεμάτο αγάπη. Τότε, ήταν που παραμέρισαν τα σύννεφα πάνω από την πόλη κι ο ήλιος μου χαμογέλασε κι εκείνος.

Έτσι, γυρίσαμε στο σπίτι, κρατώντας μόνο μια μικρή φάτνη στο χέρι.

-Δηλαδή, μανούλα, φέτος δεν θα έχει χριστουγεννιάτικο έλατο, φορτωμένο με πολλά στολίδια και φωτάκια ν’ αναβοσβήνουν; ξεκίνησα να παραπονιέμαι, όταν χτύπησε το κουδούνι.

Έτρεξα ν’ ανοίξω και ήταν η κυρία Μαρούλα, η γιαγιάκα από τον δεύτερο όροφο. Μου χαμογέλασε και ζήτησε να μιλήσει με τους δικούς μου. Άκουσα ότι σήμερα της έκοψαν το ρεύμα, δεν μπορούσε να δει και δεν είχε θέρμανση για τη νύχτα. Η πολυκατοικία μας, όπως ξέρεις, έχει σταματήσει να βάζει θέρμανση για φέτος κι έτσι περνάμε τα βράδια στο σαλόνι, με κλειστές τις πόρτες και το ηλεκτρικό σώμα αναμμένο για να ζεσταινόμαστε. Η μανούλα κι ο μπαμπούλης την καλοδέχτηκαν κι έβαλαν να φάμε παρέα, απ’ όσα ωραία μας έστειλε η γιαγιάκα απ’ το χωριό.

Τότε, ξαναχτύπησε το κουδούνι κι έτρεξα ν’ ανοίξω και πάλι. Ήταν ο κύριος Σπύρος, η κυρία Αναστασία και η Ευγενία, η φίλη μου. Κι εκείνης οι γονείς ήταν σε αυτό το Ταμείο Ανεργίας. Μας έφεραν και τα δικά τους φαγητά, να φάμε όλοι μαζί. Είπαν στον μπαμπά μου ότι κι εκείνοι δεν είχαν ρεύμα, γιατί κατά λάθος τους το έκοψαν εχθές. Αφού αύριο είναι Χριστούγεννα, θα τους το συνέδεαν μόλις πέρναγε η ημέρα.

Έτσι, στρώσαμε όλοι μαζί ένα μεγάλο τραπέζι με νηστίσιμα φαγητά, για πρώτη φορά φέτος. Ψωμί, ταραμά, σαλάτα, φρούτα και μελομακάρονα. Εγώ κι η Ευγενία δεν χαρήκαμε καθόλου, μπορώ να σου πω, μα το φαγητό ήταν τόσο γλυκό…

Μόλις τελειώσαμε, ξεκινήσαμε με την φίλη μου να τραγουδάμε τα κάλαντα απ’ όλη την Ελλάδα. Ο μπαμπούλης τα βρήκε από έναν φίλο του και τα έβαλε να παίζουν στο κινητό του. Εμείς ακολουθούσαμε και σιγά-σιγά αρχίσαμε να τα λέμε όλοι μαζί.
Τί ωραία που ήταν!
Δεν τα είχαμε πει ποτέ, αφού λέγαμε εκείνα τα αγγλικά, που τα είχα βαρεθεί τόσα χρόνια.
Είναι δυνατόν, αγαπημένο μου ημερολόγιο, να έχουμε τόσο όμορφα κάλαντα, που μυρίζουν σαν τριαντάφυλλα και να τραγουδάμε εκείνα τα πλαστικά λουλούδια;

Σήμερα το βράδυ, θα το περάσουμε όλοι μαζί κι αύριο το πρωί στις πέντε θα πάμε, για πρώτη φορά από τότε που γεννήθηκα, στην Εκκλησία να υποδεχτούμε τον Χριστό μας. Με την Ευγενία, βάλαμε ν’ ακούσουμε λίγο ραδιόφωνο και πέσαμε σε έναν σταθμό, που  λέγεται Πειραϊκή Εκκλησία. Εκεί, μια κυρία με ωραία φωνή διάβαζε μιαν όμορφη χριστουγεννιάτικη ιστορία, που μας κοίμιζε γλυκά, ενώ οι δικοί μας κουβέντιαζαν για το τι μπορούν να κάνουν, ώστε να βρουν μια λύση στις δυσκολίες.

Λίγο πριν πέσουμε για ύπνο, κάναμε την προσευχούλα μας, πάλι για πρώτη φορά μετά από πολύν καιρό. Τότε, η φάτνη στο σαλόνι μας, με το γαϊδουράκι και το μοσχαράκι δίπλα στον νεογέννητο Χριστό, μόνο μ’ ένα κερί να την φωτίζει, μού φάνηκε τόσο φωτεινή. Ακόμα, η κυρία Μαρούλα μάς είπε πως αύριο μπορούμε να πάμε όλοι μαζί σ’ ένα δείπνο αγάπης στην Εκκλησία κι εκεί θα μου φτιάξουν μιαν όμορφη τούρτα για τη γιορτή μου. Πιο φτωχικά Χριστούγεννα, μα με γλυκιάν ελπίδα…

Η Χριστίνα σου.

Ρωμανός Θαλάσσιος