Friday 25 March 2016

Η γιαγιά κι ο τσολιάς

-Τσολιά μου, γιατί κλαις; ρώτησε η γιαγιά μες στο ψιλόβροχο.
-Τελείωσε η παρέλαση, σταματήσαμε να πάρουμε μιαν ανάσα κι είδα τα πράγματα όπως είναι γιαγιά μου.
-Δηλαδή, παιδί μου;
-Είδα τον Μπραΐμη, τον Δράμαλη, τον Κιουταχή κι όλους τους πασάδες και τ’ ασκέρια τους να μας κυκλώνουν σα σμήνη από αγριεμένες σφήκες. Είδα και τον γέρο του Μοριά, τον Κολοκοτρώνη, ν’ αφήνει πίσω την οικογένειά του και να φεύγει στα βουνά, στις ραχούλες και στα λαγκάδια για να βοηθήσει την Ελλάδα μας. Είδα να σκοτώνουν τον αδερφό του και να συγχωρεί τον φονιά. Είδα να σκοτώνουν το παιδί του και να μη μιλά. Είδα να κερδίζει μάχες μ’ εξυπνάδα και στρατηγική και σχέδιο. Είδα και να τον κλείνουν φυλακή γι’ ανταμοιβή.
-Τί άλλο είδες, γιε μου;
-Είδα τον Καραϊσκάκη και τους άντρες του να πολεμούν και να νηστεύουν, όπως κι όλος ο λαός μας τη Σαρακοστή. Είδα να χάνονται παλληκάρια του, μα και να κερδίζει τον εχθρό. Τους είδα να προσεύχονται πριν τις μάχες. Όλους, γιαγιά, αριστερούς και δεξιούς μαζί!
-Είδες κι άλλα, μάτι μου;
-Αν είδα λέει… Είδα τον Θανάση τον Διάκο να τον πιάνουν και να τον σουβλίζουν μ’ ένα τεράστιο σουβλί, σαν να ήταν πασχαλιάτικο αρνί. Είδα και τον Μάρκο Μπότσαρη να κερδίζει τον πασά και να θυσιάζει τον ίδιο του τον αδερφό.
-Έτσι, ε;
-Έτσι, γιαγιά! Είδα και τους Χιώτες να τους σφάζουνε σαν τα πρόβατα, άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Και παιδάκια, γιαγιά… Μπροστά στα μάτια των μανάδων τους…
-Τον Κανάρη τον είδες;
-Και τον Μιαούλη! Τους είδα να κάνουν τρεις μέρες νηστεία πριν πάνε στη μάχη κι άλλες τρεις μέρες λιτανεία, μετά που ανατίναξαν τη ναυαρχίδα των Τουρκοαιγυπτίων.
-Αλήθεια;
-Αλήθεια, γιαγιά! Ξέρεις τί ακόμα είδα;
-Για πες μου, παλληκάρι μου!
-Είδα τον Ρήγα Φεραίο να γράφει για την Ελλάδα, την πατρίδα μας κι είδα και τον Σολωμό, τον Διονύση. Είδα ανθρώπους στην τηλεόραση να τον κατηγορούν για ομοφυλόφιλο, ενώ υπερασπίζονται ξένους συγγραφείς κι αθέους...
-Πού φτάσαμε, γιόκα μου…
-Είδα και τον Νικηταρά τον Τουρκοφάγο και τον Αλέξανδρο τον Υψηλάντη να κουβαλούν τη σημαία μας στην πρώτη γραμμή, οι ίδιοι, ενώ ήσαν οπλαρχηγοί! Είδα τον Καποδίστρια να κερδίζει με το μυαλό του όλα τα μεγάλα κεφάλια και τους επισήμους της εποχής εκείνης, αρχίζοντας από τον τότε Σόιμπλε, τον αυστριακό καγκελάριο Κλάους Φον Μέττερνιχ. Είδα τον Ξάνθο και τον Σκουφά και την Φιλική Εταιρεία να κάνουν έρανο για την πατρίδα, για τη λευτεριά.
-Αυτά, τέκνο μου;
-Μόνο, γιαγιά; Τώρα που είπες τέκνο μου, είδα και χιλιάδες ιερείς και καλογέρους να δίνουν τη ζωή τους, θυσία στης λευτεριάς το δέντρο. Τον Γρηγόριο τον Ε’, τον πατριάρχη μας να τον σφάζουνε οι Τούρκοι. Τον Σαμουήλ τον καλόγερο ν’ ανατινάζεται στο Κούγκι. Τον Παπαφλέσσα να σκοτώνεται στης μάχης το πεδίο. Τον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό χρόνια να παλεύει να μας διδάξει ξανά τη χαμένη πίστη και την ελευθερία μας. Εκατοντάδες νεομάρτυρες να χάνουν τα κεφάλια τους από των Τούρκων τα χέρια για την πίστη μας την αγία!
-Πόλεις και χωριά ολόκληρα, παιδί μου!
-Και το Σούλι και τα Σφακιά μέσα σ’ αυτά γιαγιά! Οι Σουλιώτισσες κι οι Σφακιανοί να προσφέρουν τους εαυτούς τους θυσία. Χωριά ολόκληρα στον Μοριά και στη Ρούμελη και στη Θεσσαλία. Μπαρουτοκαπνισμένοι, πεινασμένοι, σκελετωμένοι, μ’ ένα σύνθημα στο στόμα: Ελευθερία ή Θάνατος!
-Πού γράφτηκε με δύο χρώματα στις εννιά λωρίδες και στον σταυρό της γαλανόλευκης σημαίας μας.
-Είδα και γυναίκες λεβέντισσες, γιαγιά! Να πεθαίνουν οι άντρες τους στη μάχη, χιλιάδες άγνωστοι μαζί με τους γνωστούς κι εκείνες να κάνουν κουράγιο και να συνεχίζουν. Για την Ελλάδα γιαγιά…
-Κι Ευρωπαίους, γιε μου, είδες;
-Είδα φιλέλληνες να βοηθούν κι όλους τους άλλους τα συμφέροντά τους να κοιτούν! Είδα και χειρότερα όμως…
-Όπως;
-Είδα δήθεν κυβερνήσεις τους ήρωές μας να ξεχνούν, είδα ψευτοπαλληκαράδες τη σημαία μας να καιν και να πατούν, είδα καθηγητές ανεπιστήμονες για κοινωνικές επαναστάσεις να μιλούν. Είδα και τους ήρωές μας σφαγείς ν’ αποκαλούν…
-Αυτούς που με το αίμα, τη ζωή και τη θυσία τους για χρόνια τώρα από κει πάνω με συμπόνια και μ’ αγάπη μας κοιτούν.
-Είδα και νέους, αδιάφορα στις καφετέριες φρέντο καφέ να πίνουν και ν’ αδιαφορούν, μα είδα και τους γονείς τους κλέφτικα να σφυρούν, τον εαυτούλη τους να κοιτούν…
Λαός που ξεχνάει την ιστορία του, είναι καταδικασμένος να την ξαναζήσει», είπε κάποιος γραμματιζούμενος, γιε μου!
-Γι’ αυτό κλαίω, γιαγιά…

-Κάνε κουράγιο, γιόκα μου κι έχει ο Θεός… Πάντα είχε και πάντα θα έχει!